Τον Εθνικό Ύμνο της Ελλάδας αποτελούν
οι δύο πρώτες στροφές του ποιήματος «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», το
οποίο γράφτηκε τον Μάιο του 1823 στη Ζάκυνθο από τον ποιητή Διονύσιο
Σολωμό. Το ποίημα δημοσιεύτηκε το 1825 στο Παρίσι από
τον Claude Fauriel, στον δεύτερο τόμο των ελληνικών δημοτικών
τραγουδιών, μαζί με μετάφραση στα γαλλικά από τον Stanislas Julien. Την
ίδια χρονιά μεταφράζεται στα αγγλικά από τον Charles Brinsley Sheridan
και δημοσιεύεται στο Λονδίνο, καθώς και στα ιταλικά από τον Gaetano
Grassetti, σε έκδοση που τυπώνεται στο πολιορκημένο Μεσολόγγι.
Το 1829 ο Νικόλαος Μάντζαρος, κερκυραίος
μουσικός και φίλος του Σολωμού, μελοποίησε για πρώτη φορά το ποίημα με
βάση λαϊκά μοτίβα, για τετράφωνη ανδρική χορωδία, αλλά όχι ως
εμβατήριο. Έκτοτε ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» ακουγόταν τακτικά σε
εθνικές γιορτές.
Από το 1865, οι πρώτες 24 στροφές του
«Ύμνου εις την Ελευθερίαν» καθιερώθηκαν ως ο Εθνικός Ύμνος της Ελλάδας
και από αυτές μόνον οι δύο πρώτες άδονται στις επίσημες ανακρούσεις του
Ύμνου.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Το 1844 το ποίημα μελοποιήθηκε για
δεύτερη φορά από τον Μάντζαρο και υποβλήθηκε στον βασιλέα Όθωνα με την
ελπίδα να γίνει δεκτό ως εθνικός ύμνος. Παρά την τιμητική επιβράβευση
του Ν. Μάντζαρου με τον Αργυρό Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρα και του Δ.
Σολωμού με Χρυσό Σταυρό του ίδιου Τάγματος, το έργο διαδόθηκε μεν ως “θούριος” αλλά δεν εγκρίθηκε ως ύμνος.
Το 1861 ο Υπουργός των Στρατιωτικών
ζήτησε από τον Μάντζαρο να συνθέσει εμβατήριο πάνω στον “Ύμνο εις την
Ελευθερίαν”. Ο μουσικός μετέβαλε τον ρυθμό του ύμνου του Σολωμού σε
ρυθμό εμβατηρίου και το 1864, μετά την ένωση της Επτανήσου με την
Ελλάδα, ο “Ύμνος εις την Ελευθερίαν” καθιερώθηκε ως εθνικός ύμνος.
Το ποίημα αποτελείται από 158
τετράστιχες στροφές από αυτές οι 24 πρώτες στροφές καθιερώθηκαν ως
Εθνικός Ύμνος, το 1865. Ωστόσο, από αυτές, μόνο οι δυο πρώτες είναι
εκείνες που ανακρούονται και συνοδεύουν πάντα την έπαρση και την
υποστολή της σημαίας και ψάλλονται σε επίσημες στιγμές και τελετές. Κατά
τη διάρκεια της ανάκρουσης αποδίδονται τιμές χαιρετισμού. Ο εθνικός
ύμνος, μαζί με τη μουσική του, τυπώθηκε για πρώτη φορά σε 27 κομμάτια,
το 1873, στο Λονδίνο
Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή, σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη.
Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά, και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Εκεί μέσα εκατοικούσες πικραμένη, εντροπαλή, κι ένα στόμα εκαρτερούσες, «έλα πάλι», να σου πεί.
'Αργειε νάλθει εκείνη η μέρα κι ήταν όλα σιωπηλά, γιατί τά 'σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
Δυστυχής! Παρηγορία μόνη σού έμενε να λές περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις.
Κι ακαρτέρει κι ακαρτέρει φιλελεύθερη λαλιά το ένα εκτύπαε τ' άλλο χέρι από την απελπισιά
Κι έλεες: «Πότε, α, πότε βγάνω το κεφάλι από τσ' ερμιές;». Και αποκρίνοντο από πάνω κλάψες, άλυσες, φωνές.
Τότε εσήκωνες το βλέμμα μες στα κλάιματα θολό, και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα πλήθος αίμα ελληνικό.
Με τα ρούχα αιματωμένα ξέρω ότι έβγαινες κρυφά να γυρεύεις εις τα ξένα άλλα χέρια δυνατά.
Μοναχή το δρόμο επήρες, εξανάλθες μοναχή· δεν είν' εύκολες οι θύρες εάν η χρεία τες κουρταλεί.
'Αλλος σου έκλαψε εις τα στήθια, αλλ' ανάσαση καμμιά· άλλος σου έταξε βοήθεια και σε γέλασε φρικτά.
΄Αλλοι, οϊμέ, στη συμφορά σου οπού εχαίροντο πολύ, «σύρε νά 'βρεις τα παιδιά σου, σύρε», έλεγαν οι σκληροί.
Φεύγει οπίσω το ποδάρι και ολογλήγορο πατεί ή την πέτρα ή το χορτάρι που τη δόξα σού ενθυμεί.
Ταπεινότατη σου γέρνει η τρισάθλια κεφαλή, σαν πτωχού που θυροδέρνει κι είναι βάρος του η ζωή.
Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει κάθε τέκνο σου με ορμή, πού ακατάπαυστα γυρεύει ή τη νίκη ή τη θανή.
Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά, και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Μόλις είδε την ορμή σου ο ουρανός που για τσ' εχθρούς εις τη γη τη μητρική σου έτρεφ' άνθια και καρπούς,
εγαλήνεψε· και εχύθει καταχθόνια μια βοή, και του Ρήγα σού απεκρίθη πολεμόκραχτη η φωνή.
΄Ολοι οι τόποι σου σ' εκράξαν χαιρετώντας σε θερμά, και τα στόματα εφωνάξαν όσα αισθάνετο η καρδιά.
Εφωνάξανε ως τ' αστέρια του Ιονίου και τα νησιά, κι εσηκώσανε τα χέρια για να δείξουνε χαρά,
μ' όλον πού 'ναι αλυσωμένο το καθένα τεχνικά, και εις το μέτωπο γραμμένο έχει: «Ψεύτρα Ελευθεριά».
Γκαρδιακά χαροποιήθει και του Βάσιγκτον η γη, και τα σίδερα ενθυμήθει που την έδεναν κι αυτή.
Απ' τον πύργο του φωνάζει, σα να λέει σε χαιρετώ, και τη χήτη του τινάζει το λιοντάρι το Ισπανό.
Ελαφιάσθη της Αγγλίας το θηρίο, και σέρνει ευθύς κατά τ' άκρα της Ρουσίας τα μουγκρίσματα τσ' οργής.
Εις το κίνημα του δείχνει πως τα μέλη ειν' δυνατά· και στου Αιγαίου το κύμα ρίχνει μια σπιθόβολη ματιά.
Σε ξανοίγει από τα νέφη και το μάτι του Αετού, που φτερά και νύχια θρέφει με τα σπλάχνα του Ιταλού·
και σ' εσέ καταγυρμένος, γιατί πάντα σε μισεί, έκρωζ' έκρωζ' ο σκασμένος, να σε βλάψει, αν ημπορεί.
΄Αλλο εσύ δεν συλλογιέσαι πάρεξ που θα πρωτοπάς· δεν μιλείς και δεν κουνιέσαι στες βρισιές οπού αγρικάς·
σαν το βράχο οπού αφήνει κάθε ακάθαρτο νερό εις τα πόδια του να χύνει ευκολόσβηστον αφρό·
οπού αφήνει ανεμοζάλη και χαλάζι και βροχή να του δέρνουν τη μεγάλη, την αιώνιαν κορυφή.
Δυστυχιά του, ω, δυστυχιά του, οποιανού θέλει βρεθεί στο μαχαίρι σου αποκάτου και σ' εκείνο αντισταθεί.
Το θηρίο π' ανανογιέται πως του λείπουν τα μικρά, περιορίζεται, πετιέται, αίμα ανθρώπινο διψά·
τρέχει, τρέχει όλα τα δάση, τα λαγκάδια, τα βουνά, κι όπου φθάσει, όπου περάσει, φρίκη, θάνατος, ερμιά·
Ερμιά, θάνατος και φρίκη όπου επέρασες κι εσύ· ξίφος έξω από τη θήκη πλέον ανδρείαν σου προξενεί.
Ιδού, εμπρός σου ο τοίχος στέκει της αθλίας Τριπολιτσάς· τώρα τρόμου αστροπελέκι να της ρίψεις πιθυμάς.
Μεγαλόψυχο το μάτι δείχνει πάντα οπώς νικεί, κι ας ειν' άρματα γεμάτη και πολέμιαν χλαλοή.
Σου προβαίνουνε και τρίζουν για να ιδείς πως ειν' πολλά· δεν ακούς που φοβερίζουν άνδρες μύριοι και παιδιά;
Λίγα μάτια, λίγα στόματα θα σας μείνουνε ανοιχτά. για να κλαύσετε τα σώματα που θε νά 'βρει η συμφορά!
Κατεβαίνουνε, και ανάφτει του πολέμου αναλαμπή· το τουφέκι ανάβει, αστράφτει, λάμπει, κόφτει το σπαθί.
Γιατί η μάχη εστάθει ολίγη; Λίγα τα αίματα γιατί; Τον εχθρό θωρώ να φύγει και στο κάστρο ν' ανεβεί.
Μέτρα! Ειν' άπειροι οι φευγάτοι, οπού φεύγοντας δειλιούν· τα λαβώματα στην πλάτη δέχοντ', ώστε ν' ανεβούν.
Εκεί μέσα ακαρτερείτε την αφεύγατη φθορά· να, σας φθάνει· αποκριθείτε στης νυκτός τη σκοτεινιά!
Αποκρίνονται και η μάχη έτσι αρχίζει, οπού μακριά από ράχη εκεί σε ράχη αντιβούιζε φοβερά.
Οι μητέρες δένουν ακόμα και σήμερα στα χέρια των παιδιών τους ένα βραχιόλι από πολύχρωμες κλωστές, που το λένε «μάρτη», για να μην τα «μαυρίσει» ο ήλιος. Είναι ένα μαγικό προφύλαγμα για τη νέα εποχική περίοδο. Το περίδεμα αυτό το φορούσαν τα παιδιά ως τη Ανάσταση ή ώσπου να πρώτο δουν χελιδόνι.
Το μήνα αυτό τα παιδιά έφτιαχναν ένα ξύλινο ομοίωμα χελιδόνας, το οποίο στόλιζαν με ζουμπούλια. Έπειτα το γύριζαν από σπίτι σε σπίτι σ' όλο το χωριό τραγουδώντας τραγούδια για τον ερχομό των χελιδονιών. Οι νοικοκυρές έδιναν στα παιδιά λεφτά, λάδι, κρασί, αλεύρι, σιτάρι. Τα λεφτά καθώς και τα προϊόντα αυτά τα αφιέρωναν τα παιδιά στην εκκλησία.
Είναι σημαντικό ότι το έθιμο αυτό επιβιώνει από τους αρχαίους Έλληνες και σε άλλα μέρη της πατρίδας μας όπως στη Μακεδονία, Θράκη, Δωδεκάνησα. Πρόκειται για τα λεγόμενα «χελιδονίσματα» τα ανοιξιάτικα κάλαντα.
Το τέλος του Χειμώνα και τον ερχομό των χελιδονιών γιόρταζαν τα παιδιά από την αρχαιότητα με τα "χελιδονίσματα". Ο συγγραφέας Αθηναίος (2ος αιώνας μ.Χ.) έχει διασώσει ένα "χελιδόνισμα" που τραγουδούσαν τα παιδιά στη Ρόδο. Κρατώντας ένα ομοίωμα χελιδονιού, τριγύριζαν στην πόλη και ζητούσαν φιλέματα.
Στα πρώτα βυζαντινά χρόνια, το "ελληνικό" έθιμο της χελιδόνας θεωρήθηκε ειδωλολατρικό και στην αρχή απαγορεύτηκε από την εκκλησία. Παρ' όλα αυτά όμως τα παιδιά συνέχιζαν να τραγουδούν τον ερχομό της Άνοιξης και έτσι το έθιμο διατηρήθηκε όπως ακριβώς και στην αρχαιότητα. Σε κάθε μεριά της Ελλάδας, την 1η του Μαρτη τα παιδιά ξεχύνονταν στους δρόμους για να καλωσορίσουν τα χελιδόνια τους, τους αγγελιοφόρους της Άνοιξης. Κρατούσαν στα χέρια τους ένα ξύλινο χελιδόνι και του κρεμούσαν στο λαιμό κουδουνάκια . Πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και έλεγαν τα "χελιδονίσματα" ενώ τα κουδουνάκια συνόδευαν το τραγούδι τους.
Ήρθε ήρθε χελιδόνα ήρθε και άλλη μεληδόνα κάθισε και λάλησε και γλυκά κελάηδησε:
Μάρτη, Μάρτη μου καλέ, και Φλεβάρη φοβερέ κι αν φλεβίσεις κι αν τσικνίσεις καλοκαίρι θα μυρίσεις Κι αν χιονίσεις κι αν κακίσεις πάλιν άνοιξη θ' ανθίσεις.
Σε άλλα μερη λένε: «Του Μάρτη χελιδονίσματα»
Χελιδόνα έρχεται από μαύρη θάλασσα θάλασσα επέρασε τη φωλιά δε ξέχασε εν δυο, εν δυο.
Μάρτη, Μάρτη βροχερέ και Απρίλη δροσερέ τα πουλάκια κελαηδούν τα δεντράκια φύλλα ανθούν τα πουλάκια αυγά γεννούν κι αρχινούν να τα κλωσούν.
Χαρακτηριστικό είναι ένα άλλο ανοιξιάτικο έθιμο της βροχής, που σχετίζεται με την ανησυχία του αγροτικού κόσμου για τη βροχή και γίνεται συνήθως λίγο πριν τη Μεγάλη Εβδομάδα. Μαζεύονταν λοιπόν παιδιά μέχρι δεκαοκτώ χρονών και ορίζονταν με κλήρωση ένα από αυτά που το έντυναν με χόρτα.
Έπειτα έπαιρναν ένα παγούρι και ένα ποτήρι και γύριζαν από σπίτι σε σπίτι. Στο κάθε έριχναν στο ντυμένο με χόρτα παιδί ένα ποτήρι νερό, το οποίο κουνιόταν με αποτέλεσμα να στάζει κάτω το νερό. Κάθε φορά έλεγαν την παρακάτω προσευχή: «να βρέξει αγαπημένε Θεέ να μεγαλώσουν τα σπαρτά».